- ἑρπυστήρ
- ἑρπυστήρa reptilemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερπυστήρ — ἑρπυστήρ, ὁ (AM) [ερπύζω] 1. ο ερπηστής*, το ερπετό («ἑρπυστῆρσι καὶ ἱχθύσι», Οππ.) 2. ως επίθ. α) αυτός που έρπει β) οφιοειδής, ελικοειδής … Dictionary of Greek
ἑρπυστῆρα — ἑρπυστήρ a reptile masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρες — ἑρπυστήρ a reptile masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρι — ἑρπυστήρ a reptile masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρος — ἑρπυστήρ a reptile masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρσι — ἑρπυστήρ a reptile masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρσιν — ἑρπυστήρ a reptile masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστήρων — ἑρπυστήρ a reptile masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)